- σκνίπα
- moucheron
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… … Dictionary of Greek
σκνίπα — η είδος εντόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
скнипа — вошь , церк., перм., сиб. (Даль), др. русск. скнипа (Зизаний, азбуковн.). Из ср. греч. σκνίπα комар, блоха , от греч. σκνί̄ψ, род. п. σκνιπός насекомое (Фасмер, Гр. сл. эт. 184; Gesprächbuch 51; Маценауэр, LF 20, 8) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
гоусѣница — ГОУСѢНИЦ|А (7*), Ѣ ( А) с. чаще собир. Гусеница: въ ·е͠і· д҃нь гѹсѣница быша. (σκνῖπες) ГА XIII–XIV, 60в; казнить Б҃ъ см҃ртью ли гладомъ. ли наведенье поганыхъ. ли ведромъ. ли гусѣницею. ли инѣми казньми. ЛЛ 1377, 56 об. (1068); и възда(м) вамъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
мышьца — МЫШЬЦ|А1 (45), Ѣ (А) с. Предплечье, рука: самъ тъ. ѡ воли бл҃говольнѣи свою си ѡкръвавлѧѥть мышьцю. желѣзъмь прободъ. (τὸν... βραχίονα) ЖФСт XII, 124 об.; паче же и лѹкы ихъ [бесов] не съвѣдѧть. аще надѣютьсѧ лѹкомъ своимъ и мышьцею. съмѣрениѥмь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εμπίς — η (AM ἐμπίς) γένος εντόμων τής οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα αρχ. 1. σκνίπα 2. η προνύμφη τού οίστρου 3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο τού πεπτικού συστήματος,… … Dictionary of Greek
κνίπειος — κνίπειος, εία, ον (Α) [κνιψ] 1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα 2. φρ. «κνίπειον αἷμα» ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία … Dictionary of Greek
κνιπός — κνιπός, ή, όν (AM) φιλάργυρος, τσιγκούνης αρχ. ακριβός. επίρρ... κνιπῶς (Α) με φιλάργυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ «σκνίπα». Η μτφ. σημ. λόγω τής βουλιμίας τών εντόμων] … Dictionary of Greek
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κύνιψ — ο ζωολ. γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας cynipidae που δημιουργούν τις κηκίδες επάνω στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynips < λατ. cinyphes < κνίψ, κνιπός «σκνίπα»] … Dictionary of Greek
λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… … Dictionary of Greek